-
1 σκυλί
το собака, пёс;§ κακό σκυλί — злая собака, злой пёс (о жестоком человеке);
είναι σκυλί μοναχό — он работяга, труженик;
γυρίζω σαν σκυλί — вести бездомную жизнь;
δεν γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του — столпотворение, неразбериха;
τον σκότωσαν σαν το σκυλί στ' αμπέλι — его убили как бездомную собаку;
μ' έκανε σκυλί — он меня разозлил;
ψόφησε σαν το σκυλί — он сдох как собака;
τό κακό σκυλί ψόφο δεν έχει — погов, злые люди два века живут;
τα σκυλίά γαυγίζουν, το καραβάνι περνάει — погов, собака лает, а караван идёт; — собака лает — ветер носит
См. также в других словарях:
ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… … Dictionary of Greek
σκυλί — το / σκυλίν, ΝΜ, και παλ. τ. σκυλλί Ν [σκύλος] σκύλος νεοελλ. 1. υβριστική προσωνυμία βαρβάρων και μη χριστιανών («την άγια Τράπεζά μας μη μάς τήν πάρουν τα σκυλιά και μάς τή μαγαρίσουν», δημ. τραγούδι) 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ μεγάλη… … Dictionary of Greek
ψοφώ — και ψοφάω ψόφησα 1. σχετικά με ζώα, πεθαίνω. 2. σχετικά με ανθρώπους, πεθαίνω σαν ζώο: Ψόφησε ο παλιοτοκογλύφος. 3. κατέχομαι από μεγάλη εξάντληση: Ψοφάει από το κρύο. 4. επιθυμώ πολύ κάτι: Αυτός ψοφάει για χορό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)